διψαλέος — thirsty masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διψαλέος — α, ο (AM διψαλέος) 1. αυτός που έχει μεγάλη δίψα, καταδιψασμένος 2. (για έδαφος) στεγνός, ξερός αρχ. αυτός που προκαλεί δίψα … Dictionary of Greek
διψαλέα — διψαλέος thirsty neut nom/voc/acc pl διψαλέᾱ , διψαλέος thirsty fem nom/voc/acc dual διψαλέᾱ , διψαλέος thirsty fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διψαλέαι — διψαλέος thirsty fem nom/voc pl διψαλέᾱͅ , διψαλέος thirsty fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διψαλέον — διψαλέος thirsty masc acc sg διψαλέος thirsty neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διψαλέη — διψαλέος thirsty fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διψαλέην — διψαλέος thirsty fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διψαλέης — διψαλέος thirsty fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διψαλέοι — διψαλέος thirsty masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διψαλέοιο — διψαλέος thirsty masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διψαλέοις — διψαλέος thirsty masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)